συμφωνήσει

συμφωνήσει
συμφώνησις
agreement
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συμφωνήσεϊ , συμφώνησις
agreement
fem dat sg (epic)
συμφώνησις
agreement
fem dat sg (attic ionic)
συμφωνέω
sound together
aor subj act 3rd sg (epic)
συμφωνέω
sound together
fut ind mid 2nd sg
συμφωνέω
sound together
fut ind act 3rd sg
συμφωνέω
sound together
aor subj act 3rd sg (epic)
συμφωνέω
sound together
fut ind mid 2nd sg
συμφωνέω
sound together
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συντονίζω — Ν [σύντονος] 1. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο ως προς τον τόνο ή τον ρυθμό 2. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο, εναρμονίζω («η αντιπολίτευση πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της») 3. (ειδικά) διευθύνω συζήτηση με πολλούς ομιλητές …   Dictionary of Greek

  • Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… …   Wikipedia

  • Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • ασυμφώνητος — και ιστος, η, ο 1. όποιος δεν έχει συμφωνηθεί, αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει συμφωνία 2. εκείνος που δεν έχει ή που δεν είναι πρόθυμος να συμφωνήσει με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • ασυνεννόητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνεννοηθεί, που δεν έχει συμφωνήσει με κάποιον 2. εκείνος με τον οποίο δεν είναι δυνατόν να συνεννοηθεί κανείς …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • εναρμόνιση — η 1. η πράξη τού εναρμονίζω, το να κάνει κανείς κάτι ταιριαστό, αρμονικό, και μτφ. το να κάνει κανείς κάτι να συμφωνήσει, να ταιριάσει, να ευθυγραμμισθεί με άλλο 2. μουσ. η προσαρμογή τής κατάλληλης μουσικής αρμονίας, τής αρμονικής συνοδείας σ… …   Dictionary of Greek

  • εξομαλύνω — 1. καθιστώ κάτι εντελώς ομαλό («εξομαλύνω το έδαφος») 2. διευθετώ, τακτοποιώ («εξομαλύνονται οι σχέσεις τών δύο κρατών») 3. (για κείμενο) αίρω τις δυσκολίες, ερμηνεύω 4. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλύνω (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”